- ἐξαισίᾳ
- ἐξαισίᾱͅ , ἐξαίσιοςbeyond what is ordainedfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξαισία — ἐξαισίᾱ , ἐξαίσιος beyond what is ordained fem nom/voc/acc dual ἐξαισίᾱ , ἐξαίσιος beyond what is ordained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαίσια — ἐξαίσιος beyond what is ordained neut nom/voc/acc pl ἐξαίσιος beyond what is ordained neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαισίας — ἐξαισίᾱς , ἐξαίσιος beyond what is ordained fem acc pl ἐξαισίᾱς , ἐξαίσιος beyond what is ordained fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαισίαν — ἐξαισίᾱν , ἐξαίσιος beyond what is ordained fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέοδμος — και δαιδαλέοσμος, ον (Α) αυτός που έχει ασυνήθιστη, εξαίσια οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιδαλέοδμος < δαιδάλεος + οδμος < οδμή και ο τ. δαιδαλέοσμος < δαιδάλεος + οσμος < οσμή] … Dictionary of Greek
εξαίσιος — α, ο (AM ἐξαίσιος, ον και ἐξαίσιος, α, ον) [αίσιος] 1. έξοχος, θαυμάσιος («εξαίσιο ταξίδι») 2. (επίρρ. εξαίσια και εξαισίως πάρα πολύ, πολύ ωραία, υπέροχα νεοελλ. γοητευτικός («εξαίσιο παρουσιαστικό») αρχ. μσν. εκπληκτικός, ασυνήθιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
λαμπρόμορφος — λαμπρόμορφος, η, ον (Μ) αυτός που έχει λαμπρή, εξαίσια, μορφή … Dictionary of Greek
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek
νεράιδα — Δαιμονικό, κατά κανόνα ωραίο, αγαθό, ή, κατά τις περιστάσεις, βλαπτικό ον της λαϊκής φαντασίας. Οι ν., που κλώθουν, υφαίνουν και τραγουδούν, έχουν ασυνήθεις δυνάμεις (γίνονται αόρατες, μεταμορφώνονται και μεταμορφώνουν), διευθύνουν την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
ουρανόπολις — οὐρανόπολις, ἡ (ΑΜ) (ως προσωνυμία τής Ρώμης, τής Ιερουσαλήμ και τής Κωνσταντινούπολης) θεϊκή πόλη, εξαίσια πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πόλις] … Dictionary of Greek